μέλκη

μέλκη
μέλκα
cooling food made from sour milk
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μέλκα — μέλκα, ἡ ή μέλκα, τὰ (Α, Μ μέλκη, τὰ) αναψυκτική τροφή από ξινισμένο γάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειο από τη Λατινική, πρβλ. λατ. melca, το οποίο θεωρείται δάνεια λ. από τη Γερμανική (πρβλ. γερμ. Milch «γάλα»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”